Στην κορυφή του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών της Κυριακής βρέθηκε Εμανουέλ Mακρόν, όπου αναμένεται να αντιμετωπίσει τη Μαρί Λεπέν στον δεύτερο και καθοριστικό γύρω της 24 Απριλίου.
Συγκεκριμένα, ο Γάλλος πρόεδρος εξασφάλισε σε ποσοστό το 27,6% των ψήφων έναντι 23% της επικεφαλής της γαλλικής άκρας δεξιάς, ο οποία αντίστοιχα κέρδισε το 23%, σύμφωνα με τα απότελέσματα από την Ipsos της γαλλικής τηλεόρασης.
Αυτά τα ποσοστά είναι ψηλότερα από τα αποτελέσματα του Μακρόν στον πρώτο γύρο των εκλογών πριν από πέντε χρόνια, και δείχνουν πως κερδίζει έτσι την στήριξη των ψηφοφόρων, τους οποίους κάλεσε να «συγκρατήσουν την ακροδεξιά και να προστατέψουν τις θέσεις της Γαλλίας στη διεθνή διπλωματική σκηνή είναι εν μέσω πολέμου».
Από την άλλη πλευρά, τα ποσοστά της Λεπέν ήταν επίσης υψηλότερα από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Είχε κερδίσει σταθερά υποστήριξη μετά από σκληρή εκστρατεία σχετικά με την κρίση στο κόστος ζωής και τον πληθωρισμό, που είχαν προαχθεί στη μεγαλύτερη ανησυχία των ψηφοφόρων.
Τα ποσοστά με βάση τις δημοσκοπήσεις
Ο Μακρόν εξασφάλισε ποσοστό 28,1 ως 29,5% των ψήφων, ενώ η Λεπέν από το 23,3 ως το 24,4%, κατά τους υπολογισμούς τεσσάρων ινστιτούτων δημοσκοπήσεων (IFOP-Fiducial, OpinionWay, Elabe, Ipsos).
Ωστόσο το Γαλλικό Πρακτορείο εκτιμά πως ο Εμανουέλ Μακρόν εξασφάλισε ένα μεγαλύτερο ποσοστό, γύρω στο 30%, έπειτα από μια παράξενη προεκλογική εκστρατεία, που επισκίασαν κατά σειρά η πανδημία του νέου κορωνοϊού και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Ο υποψήφιος της ριζοσπαστικής αριστεράς Ζαν-Λικ Μελανσόν ήρθε τρίτος, με ποσοστό γύρω στο 20%, όχι πολύ χαμηλότερο από αυτό της κυρίας Λε Πεν, κατά εταιρείες ερευνών.
Η εκστρατεία του Μακρόν κερδίζει ψήφους, καθώς τοποθετεί τον εαυτό του ως φιλοευρωπαίο «προοδευτικό» ενάντια σε ένα πρόγραμμα που αποκαλεί αντι- Μουσουλμανικό κι εθνικιστικό και που προάγει τον «εφησυχασμό» απέναντι στον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η συσπείρωση των δύο πλευρών
Οι δύο μονομάχοι κάλεσαν αμέσως σε συσπείρωση. Ο Μακρόν ευχαρίστησε που όσοι εκ των υποψηφίων δεν τα κατάφεραν στις εκλογές, κάλεσαν τους ψηφοφόρους τους να εγγυηθούν ότι η άκρα δεξιά θα ηττηθεί, ενώ είπε στους δημοσιογράφους: «Όταν η ακροδεξιά, σε όλες τις μορφές της, αντιπροσωπεύει τόσα πολλά στη Γαλλία, δεν μπορείς να θεωρήσεις ότι τα πράγματα πάνε καλά. Επομένως πρέπει να βγεις έξω και να πείσεις τους ανθρώπους που δεν τάχθηκαν στο πλευρό μας σε αυτόν τον Α’ , ταπεινοφροσύνη και σεβασμό».
Στη δική της θριαμβευτική ομιλία, η Λεπέν κάλεσε όλους όσους δεν ψήφισαν τον Μακρόν να συνταχθούν μαζί της και προσπάθησε να αξιοποιήσει το αίσθημα κατά του Μακρόν μετά τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων, χαρακτηρίζοντας τον πολιτικό της αντίπαλο «διχαστικό και διπολικό».
«Ο τελικός γύρος θα ήταν μια θεμελιώδης επιλογή ανάμεσα σε δύο αντίθετα οράματα της κοινωνίας», επεσήμανε η Λεπέζ, ενώ υποσχέθηκε πως θα προάγει την «κοινωνική δικαιοσύνη» για την προστασία της «κοινωνίας και του πολιτισμού». Ο Μακρόν δήλωσε έτοιμος να δημιουργήσει νέα δομή, για να συσπειρωθεί, ανεξαρτήτως «διαφορών», αυτό που αποκάλεσε «ευρύ πολιτικό κίνημα ενότητας και δράσης».
«Ο Μακρόν πρόεδρος!», φώναζαν, ανεμίζοντας γαλλικές και ευρωπαϊκές σημαίες, κάπου χίλιοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του το βράδυ της Κυριακής, ανακουφισμένοι από την επίδοση του προέδρου, μετρώντας «και ένα, και δύο, και πέντε χρόνια ακόμα».
Έρχεται ο Β’ γύρος
Ενόψει δεύτερου γύρου, οι πρώτες δημοσκοπήσεις θέλουν το νυν πρόεδρο της Γαλλίας να επικρατεί, είτε οριακά (51-49% κατά το IFOP-Fiducial), είτε καθαρά (54-46% σύμφωνα με το Ipsos), ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, πολύ λιγότερο θριαμβευτικά από το 2017, όταν έλαβε πάνω από το 66% των ψήφων.
«Αυτό που κρίνεται την 24η Απριλίου είναι μια επιλογή για την κοινωνία και τον πολιτισμό», αναμετρώνται «δύο οράματα» για το «μέλλον» της χώρας, πέταξε η κυρία Λε Πεν, δεσμευόμενη να «αποκαταστήσει την εθνική κυριαρχία της Γαλλίας» και να «ξαναφέρει την τάξη».
«Ας μην παρασυρόμαστε, τίποτε δεν κρίθηκε. Ο διάλογος που θα κάνουμε τις επόμενες 15 ημέρες θα είναι αποφασιστικός για τη χώρα μας και την Ευρώπη», προειδοποίησε από την πλευρά του ο Μακρόν.
Οι δύο μεγάλες «προκλήσεις» των υποψηφίων
Οι μονομάχοι έχουν μπροστά τους δυο μεγάλες προκλήσεις. Η πρώτη είναι η αποχή, που πλησίασε το 30%. Η δεύτερη είναι η προσέλκυση των ψήφων των αναποφάσιστων, την ώρα που πολλοί Γάλλοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ως αγανάκτηση την πολιτική του κ. Μακρόν, για κάποιους εξ αυτών του «προέδρου των πλουσίων».
Η γαλλική αριστερά χωρίς εξαίρεση τάχθηκε εναντίον της υποψήφιας της άκρας δεξιάς, με πρώτο τον κ. Μελανσόν. «Δεν πρέπει να πάει ούτε μια ψήφος στη Μαρίν Λε Πεν», επανέλαβε τρεις φορές στους υποστηρικτές του. Κομμουνιστές, σοσιαλιστές, οικολόγοι απηύθυναν την ίδια έκκληση, ομοίως η υποψήφια της παραδοσιακής δεξιάς Βαλερί Πεκρές (4,8%), παρότι κατ’ αυτή «ο Εμανουέλ Μακρόν έπαιξε με τη φωτιά».
Θεωρητικά, οι υποψήφιοι οι ψήφοι υπέρ των οποίων μπορούν να θεωρούνται δεξαμενή για την κυρία Λε Πεν είναι δύο, με σημαντικότερο τον Ερίκ Ζεμούρ (γύρω στο 7%). Ο ακροδεξιός υποψήφιος, που για ορισμένους αναλυτές έκανε «πιο εκλέξιμη» την κόρη του Ζαν-Μαρί Λε Πεν, κάλεσε τους υποστηρικτές του χθες «να ψηφίσουν την Μαρίν Λε Πεν». Ο δεύτερος είναι ο εθνικιστής Νικολά Ντιπόν-Ενιάν (γύρω στο 2%), που απηύθυνε την ίδια έκκληση στους οπαδούς του.
Ωστόσο, το πόσο θα εισακουστούν οι εκκλήσεις των υπολοίπων υποψηφίων που έμειναν εκτός κούρσας στους ψηφοφόρους τους να φράξουν τον δρόμο της κυρίας Λε Πεν μένει να αποδειχθεί, με δεδομένη την προσωπικότητα του κ. Μακρόν, ο οποίος δεν προκαλεί ακριβώς συμπάθεια στους υποστηρικτές της αριστεράς. Για τη Σαντρίν Ρουσό των Πρασίνων, ο πρόεδρος καλά θα έκανε «να ψάξει τους ψηφοφόρους της αριστεράς και των οικολόγων έναν προς έναν». Ο πολιτολόγος Πασκάλ Περινό υπερθεματίζει: η κυρία Λε Πεν μοιάζει ικανή να φθάσει πολύ πιο μακριά από ό,τι το 2017, επομένως ο κ. Μακρόν «πρέπει να κινητοποιηθεί για να προσελκύσει ψήφους υποστηρικτών του Ζαν-Λικ Μελανσόν», τόνισε στο τηλεοπτικό δίκτυο ARTE.
Η επικράτηση της Μαρίν Λε Πεν θα είχε μεγάλο διεθνή αντίκτυπο –έχει παρομοιαστεί με το Brexit, ή την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 στις ΗΠΑ– με δεδομένες τις θέσεις της, τη διακηρυγμένη εχθρότητά της έναντι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή την πρόθεσή της να αποσύρει τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του NATO, για παράδειγμα. Θα ήταν διπλή πρωτιά: θα σηματοδοτούσε την πρώτη επικράτηση ακροδεξιάς υποψήφιας στις κάλπες και την πρώτη ανάδειξη γυναίκας στην προεδρία. Ο Λουί Αλιό του Εθνικού Συναγερμού (Rassemblement national, RN), του κόμματός της, είπε ενθουσιωδώς «ξεκινάει νέα εκλογική διαδικασία».
Στιγμή-κλειδί του επόμενου δεκαπενθημέρου προεξοφλείται πως θα είναι η παραδοσιακή τηλεμαχία των δύο υποψηφίων την 20ή Απριλίου.
Οι εκστρατεία για το βιοτικό επίπεδο έδωσε «δύναμη» στη Λεπέν
Το 2017, ο κ. Μακρόν σάρωνε το γαλλικό πολιτικό σκηνικό και την αντίπαλό του (66,1% στον δεύτερο γύρο), όμως φέτος η κόρη του Ζαν-Μαρί Λε Πεν–του πρώτου υποψήφιου της άκρας δεξιάς που πέρασε στον δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, το 2002– φάνηκε καλύτερα προετοιμασμένη. Επικέντρωσε την προεκλογική της εκστρατεία στην αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των Γάλλων –τη βασική ανησυχία του εκλογικού σώματος, κατά τις δημοσκοπήσεις– την ώρα που ο κ. Μακρόν, σε μεγάλο βαθμό αφοσιωμένος στη διπλωματία εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, δεν φάνηκε να δίνει την απαιτούμενη βαρύτητα στον πρώτο γύρο. Το άνετο προβάδισμά του, που έφθανε ως και τις 10 μονάδες κατά ορισμένες δημοσκοπήσεις μόλις έναν μήνα πριν από τις εκλογές, συρρικνώθηκε θεαματικά.
Για τον Αντριάν Τιερί, 23χρονο υποστηρικτή του Εμανουέλ Μακρόν, η Μαρίν Λε Πεν γύρισε όλη τη Γαλλία στην προεκλογική της εκστρατεία και απέδειξε ότι «ξέρει πώς να μιλήσει στον κόσμο για τα χειροπιαστά προβλήματά του. Τις επόμενες δύο εβδομάδες, εκείνος (ο πρόεδρος Μακρόν) θα χρειαστεί να στρέψει πιο πολύ την προσοχή του σε όσα συμβαίνουν στη Γαλλία, να κάνει διάλειμμα από τη διπλωματία».
Μόνη βεβαιότητα είναι πως η χθεσινή ψηφοφορία επιβεβαίωσε την κατάρρευση των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας στη Γαλλία, με την κυρία Πεκρές των Ρεπουμπλικανών να μην ξεπερνά καν το 5% και την Αν Ινταλγκό, την υποψήφια των Σοσιαλιστών του πρώην προέδρου Φρανσουά Ολάντ, να καταγράφει ακόμη πιο απογοητευτική επίδοση, μένοντας κάτω από το 2% (στο 1,7%).